ενθαλπία
Προφορά
Ετυμολογία
ενθαλπία μεταγενέστερη ελληνική ρ. ἐνθάλπω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ενθαλπία
✦ μέγεθος της θερμοδυναμικής που χαρακτηρίζει τις θερμότητες των μεταβολών που πραγματοποιούνται υπό σταθερή πίεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–