ενθέτης


ενθέτης
Προφορά

Ετυμολογία
ενθέτης ενθέτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενθέτης

✦ αυτός που θέτει κάτι μέσα σε άλλο, αυτός με τον οποίο γίνεται ένθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.