ενζυμοπάθεια


ενζυμοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
ενζυμοπάθεια ένζυμον + πάσχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενζυμοπάθεια

✦ διαταραχή του οργανισμού ή νόσος από την απουσία ή μη λειτουργία ενός ενζύμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.