ενεστώτας


ενεστώτας
Προφορά

Ετυμολογία
ενεστώτας αρχαία ελληνική ἐνεστώς, μτχ. του ρήματος ἐνίσταμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενεστώτας

✦ χρόνος του ρήματος που φανερώνει ότι μια πράξη γίνεται στο παρόν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.