ενενηκοντούτις


ενενηκοντούτις
Προφορά

Ετυμολογία
ενενηκοντούτις μεταγενέστερη ελληνική ἐνενηκοντούτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενενηκοντούτις

✦ θηλ. ενενηκοντούτις, -ιδος που έχει ηλικία ενενήντα χρόνων, ενενηντάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.