ενεδρευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ενεδρευτικός μεταγενέστερη ελληνική ἐνεδρευτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενεδρευτικός -ή, -ό
✦ ο της ενέδρας, ο κατάλληλος για ενέδρα
✦ (μτφ. ) δόλιος, απατηλός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ενεδρευτικά (Κ ενεδρευτικώς)