ενδύω


ενδύω
Προφορά

Ετυμολογία
ενδύω αρχαία ελληνική ἐνδύω

Ερμηνεία
ρήμα ενδύω

✦ σκεπάζω, περιβάλλω κάποιον με ρούχο, ντύνω
✦ (μέσ.) ενδύομαι, φορώ, ντύνομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.