ενδυναμωτής


ενδυναμωτής
Προφορά

Ετυμολογία
ενδυναμωτής ενδυναμώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενδυναμωτής

✦ θηλ. ενδυναμώτρια που ενδυναμώνει, που ενισχύει ή ενθαρρύνει κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.