ενδοθήλιο


ενδοθήλιο
Προφορά

Ετυμολογία
ενδοθήλιο ένδον + θηλή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ενδοθήλιο

✦ (ανατ.) μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αιμοφόρων αγγείων και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών αγγείων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.