ενδογένεση
Προφορά
Ετυμολογία
ενδογένεση ένδον + γίγνομαι
Ερμηνεία
ενδογένεση
✦ (βιολ.) αναπαραγωγή κυττάρων που περιβάλλονται από κάψα κατά την οποία τα θυγατρικά κύτταρα που προκύπτουν παραμένουν μέσα στο μητρικό κύτταρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–