ενδογένεση


ενδογένεση
Προφορά

Ετυμολογία
ενδογένεση ένδον + γίγνομαι

Ερμηνεία
ενδογένεση

(βιολ.) αναπαραγωγή κυττάρων που περιβάλλονται από κάψα κατά την οποία τα θυγατρικά κύτταρα που προκύπτουν παραμένουν μέσα στο μητρικό κύτταρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.