ενδιαφέρω
Προφορά
Ετυμολογία
ενδιαφέρω εν + διαφέρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ενδιαφέρω
✦ προκαλώ την προσοχή ή την φροντίδα
✦ έχω σημασία: είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν (Κ. Καβάφης)
✦ ενδιαφέρομαι, δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα για κάποιον ή για κάτι: δεν ενδιαφέρεται για τους γονείς του – για την υγεία του – κι εσείς, βεβαίως, ξέρετε πως δεν ενδιαφέρεται για κείνους που ρωτά (Γ. Σουρής)
✦ στρέφω την προσοχή μου, επιδίδομαι σε κάτι: ενδιαφέρεται για τη μουσική
✦ συμπαθώ ερωτικά
Συνώνυμα
μεριμνώ, νοιάζομαι
Αντίθετα
αδιαφορώ
Επιρρήματα
–