ενδιάθετος
Προφορά
Ετυμολογία
ενδιάθετος μεταγενέστερη ελληνική ἐνδιάθετος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενδιάθετος -η, -ο
✦ που βρίσκεται ή γίνεται στη διάθεση, στην ψυχή μας, ενδόμυχος
✦ ενδιάθετος λόγος, τον οποίο σκέφτεται κάποιος χωρίς να τον εκφράζει, εσωτερική ομιλία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ενδιάθετα (Κ ενδιαθέτως)