ενδημώ


ενδημώ
Προφορά

Ετυμολογία
ενδημώ μεταγενέστερη ελληνική ἐνδημέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ενδημώ -είς, -εί

✦ παραμένω σε κάποιον τόπο
✦ (για νόσο) είμαι ενδημικός, έχω τα χαρακτηριστικά ενδημίας
✦ ενδημούσα σύνοδος, σύνοδος των ευρισκομένων στην Κωνσταντινούπολη επισκόπων με διάφορες κατά καιρούς δικαιοδοσίες

Συνώνυμα

Αντίθετα
εκδημώ, αποδημώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.