ενδημισμός


ενδημισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ενδημισμός αρχαία ελληνική ἔνδημος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενδημισμός

✦ ενδημικότητα (βλ. λ.)
✦ (βοτ.) ο χαρακτήρας της χλωρίδας μιας περιοχής της οποίας τα είδη έχουν περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση: ο ενδημισμός παρατηρείται στη χλωρίδα των υψηλών οροσειρών και των απομονωμένων νησιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.