ενδημικός


ενδημικός
Προφορά

Ετυμολογία
ενδημικός ενδημώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενδημικός -ή, -ό

✦ που εμφανίζεται ή αναπτύσσεται σε ορισμένο τόπο: ενδημική αρρώστια – ενδημικά φυτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ενδημικά (Κ ενδημικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.