ενδεικτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ενδεικτικός μεταγενέστερη ελληνική ἐνδεικτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενδεικτικός -ή, -ό
✦ που παρέχει ενδείξεις, που φανερώνει κάτι
✦ το ενδεικτικό(ν) ως ουσ., σχολικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο μαθητής προβιβάστηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–