εναυσματικός


εναυσματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εναυσματικός έναυσμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εναυσματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο έναυσμα, που χρησιμοποιείται ως έναυσμα: εναυσματική ύλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.