εναρκτήριος


εναρκτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
εναρκτήριος αρχαία ελληνική ρ. ἐνάρχομαι (= αρχίζω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ εναρκτήριος -ια, -ιο

✦ που γίνεται κατά την έναρξη, που χρησιμεύει για την έναρξη: εναρκτήρια παράσταση – εναρκτήριος λόγος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποχαιρετιστήριος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.