εναπόθεμα
Προφορά
Ετυμολογία
εναπόθεμα εναποτίθεμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εναπόθεμα
✦ ό,τι εναποτίθεται, συγκεντρώνεται σε κάποιο μέρος και ιδ. η λάσπη που συγκεντρώνεται στις όχθες ποταμού που έχει πλημμυρίσει, όταν αποσύρονται τα νερά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–