εναντιοτροπία


εναντιοτροπία
Προφορά

Ετυμολογία
εναντιοτροπία μεταγενέστερη ελληνική ἐναντιοτροπία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εναντιοτροπία

✦ φυσική ιδιότητα και των δύο μορφών δίμορφου σώματος να μετατρέπονται η μία στην άλλη με μεταβολή της θερμοκρασίας ή της πιέσεως (π.χ. το θείο παρουσιάζεται με τις μορφές α και β και το σημείο μετατροπής είναι 960 Κελσίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.