ενανθρωπώ


ενανθρωπώ
Προφορά

Ετυμολογία
ενανθρωπώ αρχαία ελληνική ἐνανθρωπῶ

Ερμηνεία
ενανθρωπώ

✦ κ. ενανθρωπώ ρ. (ενανθρωπίστηκα) (θεολ.) για θεό, παίρνω ανθρώπινη μορφή, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.