εναλλαγή


εναλλαγή
Προφορά

Ετυμολογία
εναλλαγή μεταγενέστερη ελληνική ἐναλλαγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εναλλαγή

✦ αμοιβαία αλλαγή ή διαδοχή
(βιολ.) εναλλαγή της ύλης, η πρόσληψη από τον οργανισμό των θρεπτικών στοιχείων των τροφών, μεταβολισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.