εναιώρημα
Προφορά
Ετυμολογία
εναιώρημα αρχαία ελληνική ἐναιώρημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εναιώρημα
✦ το αιωρούμενο μέσα σε υγρό ή που επιπλέει στην επιφάνειά του
✦ διάλυμα στερεής ουσίας της οποίας τα μόρια μη διαλυόμενα αιωρούνται στο υγρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–