εναγώνιος
Προφορά
Ετυμολογία
εναγώνιος αρχαία ελληνική ἐναγώνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εναγώνιος -ια, -ιο
✦ που γίνεται με αγωνία, αγωνιώδης: αισθάνθηκε την εναγώνια, σιωπηλή προσδοκία τους (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εναγώνια (Κ εναγωνίως):με κοιτούσε κάπως εναγώνια μες στα μάτια (Γ. Μπεράτης)