εναγόμενος


εναγόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
εναγόμενος μτχ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἐνάγομαι

Ερμηνεία
εναγόμενος

✦ μτχ. ως ουσ. θηλ. εναγομένη ο εναντίον του οποίου ασκείται αγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ενάγων
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.