εναίσιμος
Προφορά
Ετυμολογία
εναίσιμος αρχαία ελληνική ἐναίσιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εναίσιμος -η, -ο
✦ ο κατάλληλος, που αρμόζει, που πρέπει
✦ εναίσιμη διατριβή, πρωτότυπη πραγματεία που υποβάλλει πτυχιούχος του πανεπιστημίου για να αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–