ενήμερος


ενήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
ενήμερος εν + ημέρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενήμερος -η, -ο

✦ ο καλά πληροφορημένος, ο γνώστης των όσων συμβαίνουν, λέγονται, γράφονται κτλ.: δεν είμαι αρκετά ενήμερος σ’ αυτά τα θέματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.