ενέγγυος


ενέγγυος
Προφορά

Ετυμολογία
ενέγγυος εν + εγγύη (= εγγύηση)

Ερμηνεία
ενέγγυος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που δίνεται, που παρέχεται με εγγύηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.