ενάρετος


ενάρετος
Προφορά

Ετυμολογία
ενάρετος μεταγενέστερη ελληνική ἐνάρετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενάρετος -η, -ο

✦ που έχει ηθικές αρετές, χρηστός, τίμιος

Συνώνυμα

Αντίθετα
φαύλος, ανήθικος
Επιρρήματα
ενάρετα (Κ εναρέτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.