ενάλιος


ενάλιος
Προφορά

Ετυμολογία
ενάλιος αρχαία ελληνική ἐνάλιος

Ερμηνεία
ενάλιος

✦ -ος κ. -ία, -ον επίθ. ο της θάλασσας, που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα: τα ενάλια βάθη – σ’ ενάλιους κήπους σέρες από φύκια (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.