εμπρόθεσμος


εμπρόθεσμος
Προφορά

Ετυμολογία
εμπρόθεσμος μεταγενέστερη ελληνική ἐμπρόθεσμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμπρόθεσμος -η, -ο

✦ που γίνεται ή που ενεργεί σε τακτή προθεσμία: εμπρόθεσμη εξόφληση

Συνώνυμα

Αντίθετα
εκπρόθεσμος
Επιρρήματα
εμπρόθεσμα (Κ εμπροθέσμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.