εμπρεσιονιστικός


εμπρεσιονιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμπρεσιονιστικός εμπρεσιονιστής

Ερμηνεία
εμπρεσιονιστικός

✦ κ. ιμπρεσιονιστικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο χαρακτηριστικός του εμπρεσιονισμού: εμπρεσιονιστική αντίληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.