εμπρεσιονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
εμπρεσιονισμός └γαλλ┘ impressionnisme
Ερμηνεία
εμπρεσιονισμός
✦ αισθητική τάση, ιδ. στη ζωγραφική, που επιδιώκει την άμεση έκφραση των ψυχικών εντυπώσεων όπως υποβάλλονται από τις επιδράσεις του φωτός και του χρώματος: η σχολή του εμπρεσιονισμού εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1870
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–