εμποτισμός


εμποτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εμποτισμός εμποτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εμποτισμός

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμποτίζω, διαβροχή, μούσκεμα
✦ υποβολή συναισθημάτων, ιδεών κλπ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.