εμπορικός


εμπορικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμπορικός αρχαία ελληνική ἐμπορικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμπορικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το εμπόριο ή τον έμπορο: εμπορική αντιπροσωπεία – σύμβαση
✦ που η εμπορία του αποφέρει κέρδη, επικερδής: εμπορική ταινία – το καλό βιβλίο είναι και εμπορικό
✦ το ουδ. το εμπορικό(ν) ως ουσ., κατάστημα που πουλά είδη νεοτερισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.