εμουλσιόν


εμουλσιόν
Προφορά

Ετυμολογία
εμουλσιόν └γαλλ┘ émulsion (= γαλάκτωμα)

Ερμηνεία
εμουλσιόν

✦ άκλ. ουσ. φωτοευαίσθητη επιφάνεια των φωτογραφικών ή φωτοτεχνικών επιφανειών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.