εμμονή


εμμονή
Προφορά

Ετυμολογία
εμμονή αρχαία ελληνική ἐμμονή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμμονή

✦ σταθερότητα, επιμονή σε κάτι: εκνευριστική είναι αυτή η πεισματική εμμονή στις εκάστοτε απόψεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.