εμμηναγωγός


εμμηναγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
εμμηναγωγός έμμηνος + άγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμμηναγωγός -ός, -ό

✦ που προκαλεί εμμηνορρυσία: εμμηναγωγά φάρμακα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.