εμβόλιο
Προφορά
Ετυμολογία
εμβόλιο μεταγενέστερη ελληνική ἐμβόλιον, υποκοριστικό του ἔμβολον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εμβόλιο
✦ ιατρικό παρασκεύασμα που εισάγεται στον οργανισμό για προφυλακτικό ή θεραπευτικό σκοπό
✦ οφθαλμοφόρο κλωνάρι δέντρου ή βλαστός φυτού που προσκολλάται σε άλλο δέντρο ή φυτό για να σχηματιστεί νέο με τις ιδιότητες του πρώτου, το μπόλι
✦ (θεατρ.) το παρεμβαλλόμενο ανάμεσα σε δύο πράξεις κομμάτι, ιντερμέτζο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–