εμβρυωρός


εμβρυωρός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβρυωρός έμβρυον + αρχαία ελληνική ὤρα (= φροντίδα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η εμβρυωρός

✦ πρόσωπο διοριζόμενο, σε ειδικές περιπτώσεις, από το δικαστήριο για την επίβλεψη εγκύου χήρας ή διεζευγμένης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.