εμβρυουλκός


εμβρυουλκός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβρυουλκός μεταγενέστερη ελληνική ἐμβρυουλκός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εμβρυουλκός

✦ ειδικό εργαλείο για την εξαγωγή του εμβρύου από τη μήτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.