εμβροχή


εμβροχή
Προφορά

Ετυμολογία
εμβροχή μεταγενέστερη ελληνική ἐμβροχή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμβροχή

(ιατρ.) διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
✦ (φαρμ.) φαρμακοτεχνική μέθοδος εκχύλισης φυτικού ιδ. προϊόντος για την παραλαβή των δραστικών συστατικών του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.