εμβροντησία


εμβροντησία
Προφορά

Ετυμολογία
εμβροντησία μεταγενέστερη ελληνική ἐμβροντησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμβροντησία

✦ κατάπληξη, σάστισμα |(ιατρ.) κατάσταση τέλειας ακινησίας και αφωνίας που χαρακτηρίζεται και από την απουσία αντιδράσεων σε εξωτερικά ερεθίσματα: η εμβροντησία είναι παθολογική αντίδραση των φυλακισμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.