εμβολισμός


εμβολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβολισμός εμβολίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εμβολισμός

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολίζω, το πλήγμα ή η διάνοιξη με έμβολο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.