εμβολιοθεραπευτική


εμβολιοθεραπευτική
Προφορά

Ετυμολογία
εμβολιοθεραπευτική εμβόλιο + θεραπεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμβολιοθεραπευτική

(ιατρ.) μελέτη των εμβολίων και της χρήσης τους για την πρόληψη ή καταπολέμηση των λοιμωδών νόσων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.