εμβολιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
εμβολιάζω εμβόλιον
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εμβολιάζω
✦ εισάγω εμβόλιο σε ζωντανό οργανισμό για θεραπευτικό ή προφυλακτικό σκοπό, μπολιάζω
✦ (βοταν.) εισάγω σε φυτό, ενόφθαλμο κομμάτι κλαδιού (μάτι), ώστε να σχηματιστεί νέο φυτό, κεντρώνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–