εμβατήριο
Προφορά
Ετυμολογία
εμβατήριο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἐμβατήριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εμβατήριο
✦ (αρχαία ελληνική σημ.) άσμα που έψαλλαν οι στρατιώτες ενώ βάδιζαν συντεταγμένοι για μάχη
✦ μουσική ή τραγούδι που ρυθμίζει τον βηματισμό ιδ. στρατιωτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–