εμβαστικός


εμβαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβαστικός εμβάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμβαστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο έμβασμα: εμβαστική εντολή
✦ πληθ. ουδ. εμβαστικά ως ουσ., η δαπάνη για το έμβασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.