εμβαλωματικός


εμβαλωματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβαλωματικός εμβάλωμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμβαλωματικός -ή, -ό

✦ εύχρ. στη φρ. εμβαλωματική λύση, πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών, μπάλωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.