εμβάλλω


εμβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
εμβάλλω αρχαία ελληνική ἐμβάλλω

Ερμηνεία
ρήμα εμβάλλω

✦ ρίχνω μέσα, βάζω
✦ προκαλώ τη γένεση, εμπνέω: η παράταση της νόσου έχει εμβάλει σε ανησυχία τους οικείους του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.